του Νικολάου Π. Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος
Ο Λάρος Πορσήννας (Lars Porsena) ήταν Ετρούσκος βασιλιάς γνωστός λόγω του πολέμου του ενάντια στην πόλη της Ρώμης και της προσπάθειάς του να επαναφέρει τον εξόριστο Ετρούσκο μονάρχη Ταρκύνιο τον Υπερήφανο στην εξουσία.
Κυβέρνησε το Κλούσιον (Clevsin στα ετρουσκικά). Παρότι δεν υπάρχει σίγουρη ημερομηνία για την εποχή που κυβέρνησε, οι ρωμαϊκές πηγές τοποθετούν τον πόλεμο περίπου στο 508 π.Χ. Κάποιοι, πάντως, αμφισβητούν ακόμη και την ύπαρξή του λόγω του ότι ανήκει στους μυθικούς βασιλείς της εποχής εκείνης. Δεν γνωρίζουμε κάτι για την βασιλεία του πριν την πολιορκία της Ρώμης.
Ο Λάρος είχε υποσχεθεί στην αρχή ότι θα πετύχει συμφιλίωση με τη Ρώμη με όρο την επιστροφή του Ταρκύνιου στην εξουσία ή τουλάχιστον θα πετύχαινε να λάβει αποζημίωση για τα υπάρχοντα του πρώην μονάρχη και της οικογενείας του τα οποία είχαν δημευτεί. Όμως ο αλλαζονικός τρόπος και οι απειλές των απεσταλμένων του δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις και οι Ρωμαίοι δεν δέχτηκαν να πραγματοποιήσουν ούτε ένα από τα αιτήματά του. Έτσι, ο αλλαζονικός Πορσήννας αποφάσισε να απαντήσει με σκληρό τρόπο στην προσβολή αυτή.
Στην πραγματικότητα, μας ενημερώνει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Λάρος φθονούσε τους Ρωμαίους για τον πλούτο τους και ήθελε από καιρό να τους ανατρέψει και τώρα ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Στον πόλεμο βοήθησε και ο γαμπρός του Ταρκύνιου, ο Οκτάβιος Μαμίλιος ο οποίος πήρε στο πλευρό του πολλούς Λατίνους.
Ο Πορσήννας στράφηκε εναντίον της Ρώμης μαζί με τον Ταρκύνιο 80 μίλια νότια της Ρώμης. Την επίθεση την έκανε μόνος του, καθώς οι σχέσεις του με την γενέτηρα του Υπερήφανου, Ταρκυνία, ήταν κάκιστες και σίγουρα δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί της τη δόξα.
Για το αποτέλεσμα της μάχης υπάρχουν δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η επίθεση του Λάρου απέτυχε. Η εκδοχή αυτή υποστηρίζει ότι ο Λάρος Πορσήννας βλέποντας την εκπληκτική αντοχή της πόλης τελικά αποσύρθηκε. Μάλιστα θαύμασε δύο πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην απόφασή του αυτή: ο ηρωικός Οράτιος Κόκλης και ο Γάιος Μούκιος Σκέβολα.
Ο Οράτιος, σύμφωνα με τον μύθο, υπερασπίστηκε ολομόναχος τον δρόμο που οδηγούσε στην Σουμπλικεία Γέφυρα στον Τίβερη (σύμφωνα με τον Διονύσιο, στην αρχή ήταν μαζί του άλλοι δύο οι οποίοι λιγοψύχησαν και έφυγαν), μέχρι οι δικοί του να καταφέρουν τελικά να την καταστρέψουν οριστικά. Κατά τη μάχη αυτή ο Οράτιος έχασε το ένα του μάτι, γεγονός στο οποίο οφείλει και την επωνυμία «Κόκλης» (Cocles), που σημαίνει «μονόφθαλμος».
Ο Γάιος Μούκιος Σκέβολα έκανε κάτι ακόμη πιο παράτολμο. Καθώς οι Ετρούσκοι είχαν αποκλείσει τη Ρώμη και ο λαός πεινούσε με αποτέλεσμα να είναι έτοιμος να παραδοθεί, ο Μούκιος αποφάσισε να προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Πορσήννα. Αφού κατάφερε να μπει στο στρατόπεδο των Τυρρηνών και τον πλησίασε, προσπάθησε να τον δολοφονήσει, όμως, σύμφωνα με τον μύθο, μη γνωρίζοντας ποιός είναι εμφανισιακά, τελικά σκότωσε τον γραμματέα του βασιλιά που καθόταν δίπλα στον κύριό του. Μετά τη σύλληψή του, δήλωσε στoν Πορσήννα: «Είμαι ο Γάιος Μούκιος, πολίτης της Ρώμης. Ήρθα εδώ ως εχθρός για να σκοτώσω τον εχθρό μου και είμαι τόσο έτοιμος να πεθάνω όσο και να σε σκοτώσω». Το όνομα Σκέβολα, το οποίο σημαίνει αριστερόχειρας, το πήρε αφού κατά τα βασανιστήρια που του έγιναν, έβαλε μόνος το αριστερό του χέρι στη φωτιά, δείχνοντας ξανά το θάρρος του στον Ετρούσκο βασιλιά.
Όμως όλα αυτά, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ανήκουν στο μύθο που δημιούργησαν μετέπειτα οι Ρωμαίοι. Η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πιο κοντά στο δεύτερο σενάριο, δηλαδή τη νίκη του Πορσήννα. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο Λάρος αφού νίκησε και πέτυχε την παράδοση της πόλης σε αυτόν, κατέλυσε οριστικά τη μοναρχία της Ρώμης, χωρίς φυσικά να την παραδόσει στον Ταρκύνιο και επέβαλε μια σκληρή ειρηνευτική συνθήκη που περιλάμβανε πλήρη αφοπλισμό και την παράδοση όλων των εκτάσεων της πόλεως στη δεξιά όχθη του Τίβερη. Στη συνέχεια, ο Πορσήννας χρησιμοποίησε τη Ρώμη ως στρατιωτική βάση για να επιτεθεί στις λατινικές πόλεις ξεκινώντας με την Αρικία το 504 π.Χ.
Η Αρικία θα είναι και η καταστροφή του Πορσήννα. Μετά την πολιορκία της Ρώμης, ο Πορσήννας χώρισε τις δυνάμεις του και έστειλε μέρος του στρατού, με αρχηγό τον γιο του Άρουνς, να πολιορκήσει τη λατινική πόλη. Παρά την σκληρή μάχη και την πολιορκία, τελικά οι Αρικοί δέχτηκαν βοήθεια από τη Λατινική Ένωση (Latin League) και από την Κύμη με αποτέλεσμα ο στρατός του Πορσήννα να ηττηθεί και στη συνέχεια ο Τυρρηνός βασιλιάς να αναγκαστεί να αποσυρθεί από τη Ρώμη. Έτσι η πόλη ανέκτησε την ανεξαρτησία της, αυτή τη φορά οριστικά.
Αυτό που προκαλεί δέος για τον Λάρο Πορσήννα, όμως, δεν είναι τόσο η ζωή του όσο ο θάνατός του. Παρότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή του μετά την αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Ρώμης, ούτε τον τρόπο που πέθανε, ο Πορσήννας θα μείνει στην ιστορία λόγω του τάφου του, ο οποίος προκαλεί θαυμασμό με τις περιγραφές. Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρων, Ρωμαίος πολιτικός που έζησε την εποχή του Καίσαρα, δίνει μια συγκλονιστική περιγραφή για τον τάφο αυτό:
«Είναι θαμμένος κοντά στην πόλη του Κλουσίου, σε έναν τόπο που υπάρχει ένα τετράγωνο μνημείο χτισμένο από πέτρες. Κάθε πλευρά τους είναι μήκους 300 ποδιών και ύψους 50 ποδιών. Μέσα σε αυτό το τετράγωνο βάθρο υπάρχει ένας τεράστιος λαβύρινθος, τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εισέλθει χωρίς νήμα, αν θέλει να βρει τρόπο να βγει. Σε αυτή την τετράγωνη βάση στέκονται πέντε πυραμίδες, τέσσερις στις γωνίες και μία στο κέντρο, κάθε μία από την οποία είναι 75 πόδια φαρδιά στη βάση και 150 πόδια σε ύψος. Είναι τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε στην κορυφή να στηρίζεται ένας μονός χάλκινος δίσκος μαζί με ένα κωνικό τρούλο, από τον οποίο κρέμονται κουδούνια στερεωμένα με αλυσίδες. Όταν αυτές τίθενται σε κίνηση από τον άνεμο, ο ήχος τους μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Δωδώνης. Σε αυτό το δίσκο στέκονται τέσσερις ακόμη πυραμίδες, κάθε μία 100 πόδια ψηλή και πάνω από αυτά σε μια ενιαία πλατφόρμα, πέντε ακόμη».
Μπορεί τα όσα γράφτηκαν να είναι υπερβολικά και να μην υπάρχει προς το παρόν ίχνος απόδειξης για τα όσα έγραφε ο ο Μάρκος Τερέντιος, όμως φαίνεται ότι ήταν ένα πολύ πλούσιο μνημείο που προκαλούσε το δέος ακόμη και στους αρχαίους Ρωμαίους. Επιπλέον, το ταφικό μνημείο δείχνει ότι ο Πορσήννας ήταν ένας πολύ πλούσιος Ετρούσκος βασιλιάς. Μην ξεχνάμε ότι και η πόλη του ήταν από τις ισχυρότερες της Δωδεκάπολης.
Ο Λάρος Πορσήννας (Lars Porsena) ήταν Ετρούσκος βασιλιάς γνωστός λόγω του πολέμου του ενάντια στην πόλη της Ρώμης και της προσπάθειάς του να επαναφέρει τον εξόριστο Ετρούσκο μονάρχη Ταρκύνιο τον Υπερήφανο στην εξουσία.
Κυβέρνησε το Κλούσιον (Clevsin στα ετρουσκικά). Παρότι δεν υπάρχει σίγουρη ημερομηνία για την εποχή που κυβέρνησε, οι ρωμαϊκές πηγές τοποθετούν τον πόλεμο περίπου στο 508 π.Χ. Κάποιοι, πάντως, αμφισβητούν ακόμη και την ύπαρξή του λόγω του ότι ανήκει στους μυθικούς βασιλείς της εποχής εκείνης. Δεν γνωρίζουμε κάτι για την βασιλεία του πριν την πολιορκία της Ρώμης.
Ο Λάρος είχε υποσχεθεί στην αρχή ότι θα πετύχει συμφιλίωση με τη Ρώμη με όρο την επιστροφή του Ταρκύνιου στην εξουσία ή τουλάχιστον θα πετύχαινε να λάβει αποζημίωση για τα υπάρχοντα του πρώην μονάρχη και της οικογενείας του τα οποία είχαν δημευτεί. Όμως ο αλλαζονικός τρόπος και οι απειλές των απεσταλμένων του δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα στις διαπραγματεύσεις και οι Ρωμαίοι δεν δέχτηκαν να πραγματοποιήσουν ούτε ένα από τα αιτήματά του. Έτσι, ο αλλαζονικός Πορσήννας αποφάσισε να απαντήσει με σκληρό τρόπο στην προσβολή αυτή.
Στην πραγματικότητα, μας ενημερώνει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Λάρος φθονούσε τους Ρωμαίους για τον πλούτο τους και ήθελε από καιρό να τους ανατρέψει και τώρα ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Στον πόλεμο βοήθησε και ο γαμπρός του Ταρκύνιου, ο Οκτάβιος Μαμίλιος ο οποίος πήρε στο πλευρό του πολλούς Λατίνους.
Ο Πορσήννας στράφηκε εναντίον της Ρώμης μαζί με τον Ταρκύνιο 80 μίλια νότια της Ρώμης. Την επίθεση την έκανε μόνος του, καθώς οι σχέσεις του με την γενέτηρα του Υπερήφανου, Ταρκυνία, ήταν κάκιστες και σίγουρα δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί της τη δόξα.
Για το αποτέλεσμα της μάχης υπάρχουν δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, η επίθεση του Λάρου απέτυχε. Η εκδοχή αυτή υποστηρίζει ότι ο Λάρος Πορσήννας βλέποντας την εκπληκτική αντοχή της πόλης τελικά αποσύρθηκε. Μάλιστα θαύμασε δύο πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην απόφασή του αυτή: ο ηρωικός Οράτιος Κόκλης και ο Γάιος Μούκιος Σκέβολα.
Ο Οράτιος, σύμφωνα με τον μύθο, υπερασπίστηκε ολομόναχος τον δρόμο που οδηγούσε στην Σουμπλικεία Γέφυρα στον Τίβερη (σύμφωνα με τον Διονύσιο, στην αρχή ήταν μαζί του άλλοι δύο οι οποίοι λιγοψύχησαν και έφυγαν), μέχρι οι δικοί του να καταφέρουν τελικά να την καταστρέψουν οριστικά. Κατά τη μάχη αυτή ο Οράτιος έχασε το ένα του μάτι, γεγονός στο οποίο οφείλει και την επωνυμία «Κόκλης» (Cocles), που σημαίνει «μονόφθαλμος».
Ο Γάιος Μούκιος Σκέβολα έκανε κάτι ακόμη πιο παράτολμο. Καθώς οι Ετρούσκοι είχαν αποκλείσει τη Ρώμη και ο λαός πεινούσε με αποτέλεσμα να είναι έτοιμος να παραδοθεί, ο Μούκιος αποφάσισε να προσπαθήσει να δολοφονήσει τον Πορσήννα. Αφού κατάφερε να μπει στο στρατόπεδο των Τυρρηνών και τον πλησίασε, προσπάθησε να τον δολοφονήσει, όμως, σύμφωνα με τον μύθο, μη γνωρίζοντας ποιός είναι εμφανισιακά, τελικά σκότωσε τον γραμματέα του βασιλιά που καθόταν δίπλα στον κύριό του. Μετά τη σύλληψή του, δήλωσε στoν Πορσήννα: «Είμαι ο Γάιος Μούκιος, πολίτης της Ρώμης. Ήρθα εδώ ως εχθρός για να σκοτώσω τον εχθρό μου και είμαι τόσο έτοιμος να πεθάνω όσο και να σε σκοτώσω». Το όνομα Σκέβολα, το οποίο σημαίνει αριστερόχειρας, το πήρε αφού κατά τα βασανιστήρια που του έγιναν, έβαλε μόνος το αριστερό του χέρι στη φωτιά, δείχνοντας ξανά το θάρρος του στον Ετρούσκο βασιλιά.
|
Η Αρικία θα είναι και η καταστροφή του Πορσήννα. Μετά την πολιορκία της Ρώμης, ο Πορσήννας χώρισε τις δυνάμεις του και έστειλε μέρος του στρατού, με αρχηγό τον γιο του Άρουνς, να πολιορκήσει τη λατινική πόλη. Παρά την σκληρή μάχη και την πολιορκία, τελικά οι Αρικοί δέχτηκαν βοήθεια από τη Λατινική Ένωση (Latin League) και από την Κύμη με αποτέλεσμα ο στρατός του Πορσήννα να ηττηθεί και στη συνέχεια ο Τυρρηνός βασιλιάς να αναγκαστεί να αποσυρθεί από τη Ρώμη. Έτσι η πόλη ανέκτησε την ανεξαρτησία της, αυτή τη φορά οριστικά.
Αυτό που προκαλεί δέος για τον Λάρο Πορσήννα, όμως, δεν είναι τόσο η ζωή του όσο ο θάνατός του. Παρότι δεν γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή του μετά την αποτυχημένη εκστρατεία κατά της Ρώμης, ούτε τον τρόπο που πέθανε, ο Πορσήννας θα μείνει στην ιστορία λόγω του τάφου του, ο οποίος προκαλεί θαυμασμό με τις περιγραφές. Ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρων, Ρωμαίος πολιτικός που έζησε την εποχή του Καίσαρα, δίνει μια συγκλονιστική περιγραφή για τον τάφο αυτό:
«Είναι θαμμένος κοντά στην πόλη του Κλουσίου, σε έναν τόπο που υπάρχει ένα τετράγωνο μνημείο χτισμένο από πέτρες. Κάθε πλευρά τους είναι μήκους 300 ποδιών και ύψους 50 ποδιών. Μέσα σε αυτό το τετράγωνο βάθρο υπάρχει ένας τεράστιος λαβύρινθος, τον οποίο κανείς δεν πρέπει να εισέλθει χωρίς νήμα, αν θέλει να βρει τρόπο να βγει. Σε αυτή την τετράγωνη βάση στέκονται πέντε πυραμίδες, τέσσερις στις γωνίες και μία στο κέντρο, κάθε μία από την οποία είναι 75 πόδια φαρδιά στη βάση και 150 πόδια σε ύψος. Είναι τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο ώστε στην κορυφή να στηρίζεται ένας μονός χάλκινος δίσκος μαζί με ένα κωνικό τρούλο, από τον οποίο κρέμονται κουδούνια στερεωμένα με αλυσίδες. Όταν αυτές τίθενται σε κίνηση από τον άνεμο, ο ήχος τους μεταφέρεται σε μεγάλη απόσταση, όπως συνέβαινε στην περίπτωση της Δωδώνης. Σε αυτό το δίσκο στέκονται τέσσερις ακόμη πυραμίδες, κάθε μία 100 πόδια ψηλή και πάνω από αυτά σε μια ενιαία πλατφόρμα, πέντε ακόμη».
Μπορεί τα όσα γράφτηκαν να είναι υπερβολικά και να μην υπάρχει προς το παρόν ίχνος απόδειξης για τα όσα έγραφε ο ο Μάρκος Τερέντιος, όμως φαίνεται ότι ήταν ένα πολύ πλούσιο μνημείο που προκαλούσε το δέος ακόμη και στους αρχαίους Ρωμαίους. Επιπλέον, το ταφικό μνημείο δείχνει ότι ο Πορσήννας ήταν ένας πολύ πλούσιος Ετρούσκος βασιλιάς. Μην ξεχνάμε ότι και η πόλη του ήταν από τις ισχυρότερες της Δωδεκάπολης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου