του Νικολάου Π. Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος
Πριν διαβάσετε το δ' μέρος της σειράς,
διαβάστε το α' μέρος ΕΔΩ, το β' μέρος ΕΔΩ και το γ' μέρος ΕΔΩ
Οι επαγγελματικές ενώσεις καθόριζαν ξεχωριστά η κάθε μία τους όρους εργασίας, τα όρια των μισθών των μελών της, τις τιμές πώλησης και τα νόμιμα κέρδη επί των εμπορευμάτων(1). Αυτό το φαινομενικά πολύ θετικό μέτρο, δημιούργησε κάποιες πολύ αρνητικές κριτικές από ορισμένους ιστορικο-βυζαντινολόγους. Ο σοβιετικός μαρξιστής ιστορικός Λεφτσένκο λόγω του αυστηρού κρατικού ελέγχου στις βιοτεχνίες, υποστήριξε ότι τα αυστηρά μέτρα για την εξασφάλιση του σωστού ανταγωνισμού, της νομιμότητας των κερδών και οι σκληρές ποινές που είχαν οριστεί, ήταν όλα αποτέλεσμα της μεγάλης εξουσίας του επάρχου, ο οποίος εξασφάλιζε τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης των αρχόντων και των κρατικών αξιωματούχων. Έτσι, θα χαρακτηρίσει τους κανόνες του εμπορίου και της βιοτεχνίας «έκφραση ενός διοικητικού συγκεντρωτισμού και μιας συγκεντρωτικής εκμετάλλευσης που και τις δυο τις υπαγόρευαν οικονομικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξεως»(2).
Ο Γάλλος ιστορικός Βαλτέρ Ζεράρ από την πλευρά του υποστήριξε, συμφωνώντας έμμεσα με τον Μ. Λεφτσένκο ότι ο αυστηρός τρόπος λειτουργίας των συντεχνιών και τα όρια κερδών των εμπόρων εμπόδιζαν την ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανιών, επιτρέποντας στους ευγενείς και στους κληρικούς να παραμένουν οι μόνοι πλούσιοι. «Οι παραγωγοί και οι επιχειρηματίες … όφειλαν να περιοριστούν σε ένα μέτριο κέρδος» θα καταλήξει(3). Ακόμη κι ο Αλεξάντερ Βασίλιεφ θα μιλήσει για σκληρό κι αυταρχικό κρατικό έλεγχο(4).