Του Brian Patrick Mitchell*,
(Μετάφραση: Νίκος Παππάς, Φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Σχετικά με το βιβλίο «The Byzantine Republic: People and Power in New Rome», Αντώνης Καλδέλλης, Harvard University Press
Τα διδακτικά βιβλία λένε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν μια θεοκρατική απολυταρχία ενώνοντας εκκλησία και κράτος κάτω από έναν παντοδύναμο αυτοκράτορα, ο οποίος θεωρούταν από τους Βυζαντινούς ο αντιβασιλέας και ο εφημέριος του Θεού. Δεν βγάζει νόημα αυτό, λέει ο Αντώνης Καλδέλλης, καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Οχάιο. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ακόμη και της Ρωμαϊκής Πολιτείας (Republic). Η πολιτική της ιδεολογία ήταν θεμελιωδώς κοσμική και στηριζόταν στην αρχαία Ρωμαϊκή ρεπουμπλικανική πεποίθηση ότι η κυβέρνηση υπάρχει για να εξυπηρετεί το κοινό καλό. Οι άνθρωποί της δεν είχαν πλέον έννομο ρόλο στην εκλογή των ηγετών ή των νομοθετών, αλλά συχνά έπαιζαν έξω-νομικό ρόλο στην εκλογή ή καθαίρεση Αυτοκρατόρων, των οποίων η νομιμότητα εξαρτιότανε από την δημοτικότητά του, κι όχι στην απαίτηση μιας Θείας ή συνταγματικής ορθότητας. Ως εκ τούτου, οι Αυτοκράτορες κυβερνούσαν με ρεαλισμό κι όχι με φανατισμό, συχνά απογοητεύοντας την εκκλησία και ευχαριστώντας τους ανθρώπους.
Αυτό είναι κάτι καινούριο για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν την κατηγορία της Βυζαντινής θεοκρατίας περισσότερο από τους Δυτικούς Χριστιανούς, οι οποίοι κουβαλούσαν τις κατηγορίες των Σταυροφοριών και της Ιεράς εξετάσεως. Αλλά η «Βυζαντινή Πολιτεία» του Κύριου Καλδέλλη παρέχει χρήσιμες κριτικές στην μοντέρνα Δυτική πολιτική σκέψη, καθώς και δυσοίωνες, μέσω της ιδέας του για τον προοδευτικό δημοκρατικό τρόπο σκέψεως και που αυτός θα μας οδηγήσει.
Το βιβλίο του είναι μια ειλικρινώς ρεβιζιονιστική επίθεση στον τομέα των Βυζαντινών σπουδών, οι οποίες έχουν διαιωνίσει τις πανάρχαιες Δυτικές προκαταλήψεις σε αντίθεση με την ιστορική καταγραφή. Ο Καθηγητής Καλδέλλης στοχεύει κυρίως σε ακαδημαϊκούς της δεκαετίας του 1930 και των μιμητών τους, αλλά οι ρίζες της προκαταλήψεως πάνε πιο πίσω με την αντί-Ορθόδοξη προπαγάνδα στον Μεσαίωνα. Οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την υπεροχή του Πάπα της Ρώμης επί όλων των πραγμάτων (ιερών και κοσμικών), και επέτρεψαν στον Αυτοκράτορά τους να έχει πολλή περισσότερη εξουσία πάνω στην εκκλησία απ’ ότι οι Παπικοί υποστηρικτές μπορούσαν να ανεχτούν. Αργότερα, κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν η Δύση κινήθηκε με στόχο να αποκλείσει την Εκκλησία από την πολιτική, πιστευόταν ότι οι Βυζαντινοί είχαν καθυστερήσει, και θεωρούνταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα του «Καισαροπαπισμού», λόγω της εσφαλμένης πεποιθήσεως ότι ο Βυζαντινός Αυτοκράτωρ κυβερνούσε ως Βασιλέας και Πάπας μαζί, χωρίς διαχωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και κράτους.