του Νικολάου Π. Παππά, Πολιτικού Επιστήμονος
Οι Έλληνες στη μακραίωνη ιστορία τους απλώθηκαν σε τρεις ηπείρους και ήλεγχαν επί αιώνες ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Αυτή η σημαντική κατάκτηση του ελληνικού κόσμου δεν έγινε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αντιθέτως ήταν αποτέλεσμα δεκάδων αποικισμών, οι οποίοι οδήγησαν το ελληνικό πνεύμα και το εμπόριο στα πιο απίθανα μέρη της γης.
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι το πώς οργανώνονταν οι αποικισμοί από τις πόλεις-κράτη, οι λόγοι που τους οδηγούσαν σε αυτή την απόφαση, με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι περιοχές εγκατάστασης και οι άνθρωποι που έφευγαν, αλλά και οι συμφωνίες που γίνονταν μεταξύ της μητροπόλεως με τους αποικιστές.
Οι πρώτοι αποικισμοί (11ο με 9ο αιώνα π.Χ.) ήταν αποτέλεσμα της καθόδου των Δωριέων, οι οποίοι εκτόπισαν πολλούς πληθυσμούς. Έτσι, φαίνεται ότι οι αποικισμοί αυτοί δεν έγιναν για οικονομικούς λόγους και είναι σχεδόν αποκλειστικά αγροτικού χαρακτήρα. Στον δεύτερο αποικισμό ξεκινάει η οργανωμένη επέκταση των Ελλήνων σε Δύση και Ανατολή. Πλέον, οι αποστολές πληθυσμών γίνονται με συγκεκριμένο και προαποφασισμένο τρόπο. Οι λόγοι που οδήγησαν στον β΄ ελληνικό αποικισμό ήταν, πολύ επιγραμματικά, ο υπερπληθυσμός στις πόλεις, η ανάγκη για δημιουργία νέων αγορών (κάτι που θα οδηγούσε ταυτόχρονα και στην εύρεση νέων πρώτων υλών) και τέλος σημαντικός παράγοντας ήταν και η πολιτική κατάσταση που εκείνη την περίοδο ήταν έκρυθμη σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Ας φανταστούμε, λοιπόν, το πώς οργανώθηκαν οι αποικισμοί του 8ου με 6ου αιώνος π.Χ.:
Πρώτο πρόβλημα ήταν το ποιοι θα λάμβαναν μέρος στην αποστολή και θα έφευγαν από την πόλη. Επρόκειτο κυρίως για άγαμους νέους οι οποίοι συνήθως δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να μείνουν στην πόλη και ακόμη να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν μια οικογένεια. Επίσης, επιλέγονταν και άνδρες οι οποίοι αποτελούσαν απειλή για το πολιτικό σύστημα των πόλεων, καθώς μην ξεχνάμε ότι τον 8ο αιώνα ξεκινάει μια μακρά περίοδος πολιτικής αστάθειας σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Οι φτωχοί και απογοητευμένοι νέοι ήταν η πρώτη επιλογή για να φύγουν, με λίγα λόγια. Πάντως, έχουμε περιπτώσεις, όπως στη νήσο Θήρα, σημερινή Σαντορίνη, όπου επιλέγονταν και δευτερότοκοι από πλούσιες οικογένειες να συμμετάσχουν στους εποικισμούς, ώστε να μην προκληθούν ταραχές από τους φτωχούς, οι οποίοι σε άλλη περίπτωση ένιωθαν ότι οι εύποροι τους έδιωχναν από την πόλη τους.
Η πόλη παραχωρούσε στους αποίκους όλα όσα χρειάζονταν: αποικιακό πλοίο, τροφή και στόλο για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του αποικισμού. Η διήγηση του Ηροδότου για τον αποικισμό των Θηραίων στην Κυρήνη είναι αποκαλυπτική για το πώς οργανώθηκε ο αποικισμός.
Στην εν λόγω διήγηση υπάρχει ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον περιστατικό:
Μεταξύ αποικιστών και της μητροπόλεως υπήρχε μια συμφωνία η οποία
ανέφερε ότι οι αποικιστές θα έπρεπε να λείψουν από το νησί για
τουλάχιστον πέντε χρόνια. Εάν μετά το πέρας του χρόνου αυτού δεν
κατάφερναν να στεριώσουν κάπου, είχαν το δικαίωμα να επιστρέψουν στην
πόλη και να ανακτήσουν τα αγαθά και τα πολιτικά δικαιώματα που είχαν
πριν φύγουν. Οι αποικιστές, μη καταφέρνοντας να ολοκληρώσουν την
αποστολή τους, επέστρεψαν απογοητευμένοι στη μητρόπολη, όμως θα συμβεί
κάτι που δεν περίμεναν: Οι πολίτες της Θήρας δεν θα τους επιτρέψουν καν
να πατήσουν στεριά και θα τους υποχρεώσουν να φύγουν και να συνεχίσουν
την αποστολή τους.
Μεταξύ άλλων, στη συμφωνία ξεκαθαρίζεται ότι οι αποικιστές επιλέγονται με κλήρο, με κριτήρια κοινωνικά και γεωγραφικά. Όσοι επιλεγούν και αρνηθούν να ακολουθήσουν τιμωρούνται με θάνατο, ενώ ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών ορίζονταν να πλαισιώσουν την αποικιακή αριστοκρατία, καθώς η αποικία έπρεπε να οργανωθεί με βάση το πολιτικό σύστημα της μητροπόλεως. Φυσικά, στον αποικισμό μπορούσε να συμμετάσχει όποιος άλλος πολίτης ήθελε, εθελοντικά, πέραν αυτών που είχαν επιλεγεί διά κλήρου. Να τονίσουμε κλείνοντας ότι το μέρος του αποικισμού στην περίπτωση των Θηρέων είχε επιλεγεί εξ αρχής από το μαντείο των Δελφών, ενώ είχε οριστεί και συγκεκριμένος άνθρωπος που γνώριζε τον προορισμό, για να οδηγήσει τους αποικιστές.
Μετά την προετοιμασία, ξεκινούσε η επιχείρηση. Άνοιγαν τα πανιά και το ταξίδι ξεκινούσε. Οι αποικιστές είχαν στη διάθεσή τους όση τροφή ήταν αναγκαία, ενώ συμμετείχαν και δύο ειδών πλοία: τα εμπορικά και τα πολεμικά. Τα ταξίδια αυτά ήταν πολύ επικίνδυνα και πολύ χρονοβόρα. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έφταναν ποτέ στον προορισμό τους και οι αποικιστές πνίγονταν στο πέλαγος. Γι’ αυτό τον λόγο η περίοδος αναχώρησης ήταν αυστηρά από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο όπου οι θάλασσες ήταν πιο ήρεμες κι ο κίνδυνος μικρότερος. Φυσικά υπήρχε πάντοτε και ο κίνδυνος των πειρατών, γι’ αυτό τα πολεμικά πλοία ήταν απολύτως αναγκαία.
Άλλες φορές τα τρόφιμα δεν έφταναν, με αποτέλεσμα οι αποικιστές να λεηλατούν πόλεις που βρίσκονταν στον δρόμο τους. Αυτό είχε βέβαια τους κινδύνους του, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι εισβολείς αποτύγχαναν και εξοντώνονταν.
Όταν μετά από πολλές δυσκολίες οι άνδρες έφταναν στον προορισμό τους, έπρεπε να βρεθεί το σωστό σημείο ώστε να χτιστεί η πόλη. Αυτό που ενδιέφερε τους αποικιστές ήταν να βρουν ένα ύψωμα που να οχυρώνεται εύκολα και θα μπορούσε να κτιστεί η ακρόπολη, γύρω από την οποία θα χτίζονταν τα σπίτια και θα χαράσσονταν οι δρόμοι, ενώ ήταν αναγκαία και μια ισόπεδη ζώνη την οποία θα μοιράζονταν οι αποικιστές για καλλιέργεια. Φυσικά και ένα καλό φυσικό λιμάνι ήταν σημαντικό, δεν ήταν όμως πάντοτε βέβαιο ότι θα το έβρισκαν.
Τέλος, μεγάλο πρόβλημα υπήρχε και με τους πληθυσμούς, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στις νέες αυτές περιοχές. Όταν οι αποικιστές έφταναν στη στεριά, έτρεχαν με πανοπλίες να βρουν μέρος να οχυρωθούν. Έχουμε διάφορα παραδείγματα για το πώς αντέδρασαν οι ντόπιοι πληθυσμοί στον αποικισμό των Ελλήνων. Για παράδειγμα, ο Σικελός βασιλεύς Ύβλωνας βοήθησε τους απεγνωσμένους Μεγαρείς αποίκους να εγκατασταθούν και να ιδρύσουν μια πόλη η οποία ονομάστηκε Ύβλαια Μέγαρα, προς τιμήν του ευεργέτη βασιλέως. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ντόπιοι πληθυσμοί έδιωχναν τους αποικιστές.
Και δεν είχαν άδικο που έβλεπαν τους Έλληνες με επιφύλαξη. Οι Κορίνθιοι εξολόθρευσαν τους Σικελούς της Ορτυγίας και έτσι ίδρυσαν τις Συρακούσες. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι αποικιστές προσπαθούσαν να υποτάξουν τους αυτόχθονες πληθυσμούς και να τους κάνουν σκλάβους.
Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά στις σχέσεις μητροπόλεως-αποικίας. Η νέα πόλη ήταν ανεξάρτητη από τη μητρόπολη, όμως υπήρχαν ισχυροί δεσμοί κυρίως στον θρησκευτικό, στον πολιτισμικό, ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα. Οι άποικοι έβρισκαν και παντρεύονταν γυναίκες από τις περιοχές που αποικούσαν, έτσι αποκτούσαν μια ξεχωριστή ταυτότητα από εκείνη της μητροπόλεως, όμως αυτό δεν μείωνε τη σημασία τους. Η ιστορία της πόλης καταγωγής τους ήταν και δική τους ιστορία και τη διαφύλασσαν ως κόρην οφθαλμού, ακόμη κι αν στο μέλλον βρίσκονταν οι δύο πόλεις αντιμέτωπες στρατιωτικά.
Κύρια πηγή: Valerio M. Manfredi, Οι Έλληνες της Δύσης, (μετάφραση Βανέσσας Λάππας), Λιβάνης, Αθήνα 1997
ardin-rixi.gr
Οι Έλληνες στη μακραίωνη ιστορία τους απλώθηκαν σε τρεις ηπείρους και ήλεγχαν επί αιώνες ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη θάλασσα. Αυτή η σημαντική κατάκτηση του ελληνικού κόσμου δεν έγινε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, αντιθέτως ήταν αποτέλεσμα δεκάδων αποικισμών, οι οποίοι οδήγησαν το ελληνικό πνεύμα και το εμπόριο στα πιο απίθανα μέρη της γης.
Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι το πώς οργανώνονταν οι αποικισμοί από τις πόλεις-κράτη, οι λόγοι που τους οδηγούσαν σε αυτή την απόφαση, με ποια κριτήρια επιλέγονταν οι περιοχές εγκατάστασης και οι άνθρωποι που έφευγαν, αλλά και οι συμφωνίες που γίνονταν μεταξύ της μητροπόλεως με τους αποικιστές.
Οι πρώτοι αποικισμοί (11ο με 9ο αιώνα π.Χ.) ήταν αποτέλεσμα της καθόδου των Δωριέων, οι οποίοι εκτόπισαν πολλούς πληθυσμούς. Έτσι, φαίνεται ότι οι αποικισμοί αυτοί δεν έγιναν για οικονομικούς λόγους και είναι σχεδόν αποκλειστικά αγροτικού χαρακτήρα. Στον δεύτερο αποικισμό ξεκινάει η οργανωμένη επέκταση των Ελλήνων σε Δύση και Ανατολή. Πλέον, οι αποστολές πληθυσμών γίνονται με συγκεκριμένο και προαποφασισμένο τρόπο. Οι λόγοι που οδήγησαν στον β΄ ελληνικό αποικισμό ήταν, πολύ επιγραμματικά, ο υπερπληθυσμός στις πόλεις, η ανάγκη για δημιουργία νέων αγορών (κάτι που θα οδηγούσε ταυτόχρονα και στην εύρεση νέων πρώτων υλών) και τέλος σημαντικός παράγοντας ήταν και η πολιτική κατάσταση που εκείνη την περίοδο ήταν έκρυθμη σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο.
Ας φανταστούμε, λοιπόν, το πώς οργανώθηκαν οι αποικισμοί του 8ου με 6ου αιώνος π.Χ.:
Πρώτο πρόβλημα ήταν το ποιοι θα λάμβαναν μέρος στην αποστολή και θα έφευγαν από την πόλη. Επρόκειτο κυρίως για άγαμους νέους οι οποίοι συνήθως δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να μείνουν στην πόλη και ακόμη να δημιουργήσουν και να συντηρήσουν μια οικογένεια. Επίσης, επιλέγονταν και άνδρες οι οποίοι αποτελούσαν απειλή για το πολιτικό σύστημα των πόλεων, καθώς μην ξεχνάμε ότι τον 8ο αιώνα ξεκινάει μια μακρά περίοδος πολιτικής αστάθειας σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Οι φτωχοί και απογοητευμένοι νέοι ήταν η πρώτη επιλογή για να φύγουν, με λίγα λόγια. Πάντως, έχουμε περιπτώσεις, όπως στη νήσο Θήρα, σημερινή Σαντορίνη, όπου επιλέγονταν και δευτερότοκοι από πλούσιες οικογένειες να συμμετάσχουν στους εποικισμούς, ώστε να μην προκληθούν ταραχές από τους φτωχούς, οι οποίοι σε άλλη περίπτωση ένιωθαν ότι οι εύποροι τους έδιωχναν από την πόλη τους.
Η πόλη παραχωρούσε στους αποίκους όλα όσα χρειάζονταν: αποικιακό πλοίο, τροφή και στόλο για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του αποικισμού. Η διήγηση του Ηροδότου για τον αποικισμό των Θηραίων στην Κυρήνη είναι αποκαλυπτική για το πώς οργανώθηκε ο αποικισμός.
Μεταξύ άλλων, στη συμφωνία ξεκαθαρίζεται ότι οι αποικιστές επιλέγονται με κλήρο, με κριτήρια κοινωνικά και γεωγραφικά. Όσοι επιλεγούν και αρνηθούν να ακολουθήσουν τιμωρούνται με θάνατο, ενώ ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών ορίζονταν να πλαισιώσουν την αποικιακή αριστοκρατία, καθώς η αποικία έπρεπε να οργανωθεί με βάση το πολιτικό σύστημα της μητροπόλεως. Φυσικά, στον αποικισμό μπορούσε να συμμετάσχει όποιος άλλος πολίτης ήθελε, εθελοντικά, πέραν αυτών που είχαν επιλεγεί διά κλήρου. Να τονίσουμε κλείνοντας ότι το μέρος του αποικισμού στην περίπτωση των Θηρέων είχε επιλεγεί εξ αρχής από το μαντείο των Δελφών, ενώ είχε οριστεί και συγκεκριμένος άνθρωπος που γνώριζε τον προορισμό, για να οδηγήσει τους αποικιστές.
Μετά την προετοιμασία, ξεκινούσε η επιχείρηση. Άνοιγαν τα πανιά και το ταξίδι ξεκινούσε. Οι αποικιστές είχαν στη διάθεσή τους όση τροφή ήταν αναγκαία, ενώ συμμετείχαν και δύο ειδών πλοία: τα εμπορικά και τα πολεμικά. Τα ταξίδια αυτά ήταν πολύ επικίνδυνα και πολύ χρονοβόρα. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έφταναν ποτέ στον προορισμό τους και οι αποικιστές πνίγονταν στο πέλαγος. Γι’ αυτό τον λόγο η περίοδος αναχώρησης ήταν αυστηρά από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο όπου οι θάλασσες ήταν πιο ήρεμες κι ο κίνδυνος μικρότερος. Φυσικά υπήρχε πάντοτε και ο κίνδυνος των πειρατών, γι’ αυτό τα πολεμικά πλοία ήταν απολύτως αναγκαία.
Άλλες φορές τα τρόφιμα δεν έφταναν, με αποτέλεσμα οι αποικιστές να λεηλατούν πόλεις που βρίσκονταν στον δρόμο τους. Αυτό είχε βέβαια τους κινδύνους του, καθώς σε πολλές περιπτώσεις οι εισβολείς αποτύγχαναν και εξοντώνονταν.
Όταν μετά από πολλές δυσκολίες οι άνδρες έφταναν στον προορισμό τους, έπρεπε να βρεθεί το σωστό σημείο ώστε να χτιστεί η πόλη. Αυτό που ενδιέφερε τους αποικιστές ήταν να βρουν ένα ύψωμα που να οχυρώνεται εύκολα και θα μπορούσε να κτιστεί η ακρόπολη, γύρω από την οποία θα χτίζονταν τα σπίτια και θα χαράσσονταν οι δρόμοι, ενώ ήταν αναγκαία και μια ισόπεδη ζώνη την οποία θα μοιράζονταν οι αποικιστές για καλλιέργεια. Φυσικά και ένα καλό φυσικό λιμάνι ήταν σημαντικό, δεν ήταν όμως πάντοτε βέβαιο ότι θα το έβρισκαν.
Τέλος, μεγάλο πρόβλημα υπήρχε και με τους πληθυσμούς, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στις νέες αυτές περιοχές. Όταν οι αποικιστές έφταναν στη στεριά, έτρεχαν με πανοπλίες να βρουν μέρος να οχυρωθούν. Έχουμε διάφορα παραδείγματα για το πώς αντέδρασαν οι ντόπιοι πληθυσμοί στον αποικισμό των Ελλήνων. Για παράδειγμα, ο Σικελός βασιλεύς Ύβλωνας βοήθησε τους απεγνωσμένους Μεγαρείς αποίκους να εγκατασταθούν και να ιδρύσουν μια πόλη η οποία ονομάστηκε Ύβλαια Μέγαρα, προς τιμήν του ευεργέτη βασιλέως. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ντόπιοι πληθυσμοί έδιωχναν τους αποικιστές.
Και δεν είχαν άδικο που έβλεπαν τους Έλληνες με επιφύλαξη. Οι Κορίνθιοι εξολόθρευσαν τους Σικελούς της Ορτυγίας και έτσι ίδρυσαν τις Συρακούσες. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις οι αποικιστές προσπαθούσαν να υποτάξουν τους αυτόχθονες πληθυσμούς και να τους κάνουν σκλάβους.
Κλείνοντας, αξίζει να γίνει μια μικρή αναφορά στις σχέσεις μητροπόλεως-αποικίας. Η νέα πόλη ήταν ανεξάρτητη από τη μητρόπολη, όμως υπήρχαν ισχυροί δεσμοί κυρίως στον θρησκευτικό, στον πολιτισμικό, ακόμη και στον στρατιωτικό τομέα. Οι άποικοι έβρισκαν και παντρεύονταν γυναίκες από τις περιοχές που αποικούσαν, έτσι αποκτούσαν μια ξεχωριστή ταυτότητα από εκείνη της μητροπόλεως, όμως αυτό δεν μείωνε τη σημασία τους. Η ιστορία της πόλης καταγωγής τους ήταν και δική τους ιστορία και τη διαφύλασσαν ως κόρην οφθαλμού, ακόμη κι αν στο μέλλον βρίσκονταν οι δύο πόλεις αντιμέτωπες στρατιωτικά.
Κύρια πηγή: Valerio M. Manfredi, Οι Έλληνες της Δύσης, (μετάφραση Βανέσσας Λάππας), Λιβάνης, Αθήνα 1997
ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου